21.4.13

πόσο ελεύθεροι είμαστε πραγματικά;


του Πάνου Παναγιώτου...



 Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος, απόλυτα ελεύθερος και γι αυτό είναι και απόλυτα υπεύθυνος, δήλωνε ο Γάλλος φιλόσοφος, σημαντικός εκπρόσωπος του υπαρξισμού, Ζαν Πωλ Σαρτρ. Πράγματι, σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι φαίνεται να θεωρούν εαυτούς ως ελεύθερους και αυτόνομους. Αυτή δεν είναι άλλωστε η κληρονομιά που μας άφησε η νεωτερικότητα για το άτομο, ως ένα αυτόνομο και ελεύθερο ον; Η απάντηση σε τούτη την πεποίθηση μπορεί να έρθει με εύστοχο τρόπο με τα λόγια του Ζακ Λακάν: “Είναι αυτόνομο! Ωραίο αστείο”.
   Βασική αξίωση που υιοθετεί το παρόν κείμενο, είναι ότι άτομο και κοινωνία αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το υποκείμενο δημιουργείται μέσα από διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα σε ένα πεδίο κοινωνικό. Είναι αποτέλεσμα διυποκειμενικών σχέσεων και θεσμών. Οι περισσότεροι άνθρωποι παραδέχονται οτι ζουν σε έναν “ηθικό” κόσμο, προσηλωμένοι σε κάποιες κοινές αξίες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πόσο ζωντανή παραμένει η ελευθερία; Η δήθεν προσωπική άποψη του υποκειμένου, οι δήθεν προσωπικές του επιλογές, καθορίζονται από έναν κοινωνικό- πολιτισμικό παράγοντα. Οι επιλογές μου τελικά επηρεάζονται και σφραγίζονται από όλα εκείνα τα στερεότυπα, τις αντιλήψεις, τις αξίες που παράγει η κάθε κοινωνία και τα καταναλώνει σαν παράγωγα της φύσης. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να σκεφτούμε μήπως είμαστε προϊόντα μιας “πανταχού παρούσας εξουσίας”; Μιας εξουσίας που θα πρέπει να τη συλλάβουμε με τον τρόπο που μας καλεί να το κάνουμε ο Μισέλ Φουκώ, ως μια πολυσύνθετη κατάσταση που αγκαλιάζει ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα, ένα φαινόμενο που δεν λειτουργεί μόνο κατασταλτικά, άλλα έχει και ένα πρόσωπο πιο σύνθετο, πιο παραγωγικό…
  Το πεδίο της εξουσίας είναι σημαντικό για την ανάλυση που επιχειρούμε εδώ. Μιλάμε για μια εξουσία που λειτουργεί άλλοτε με το μαστίγιο και άλλοτε με το καρότο. Μια εξουσία που μας επηρεάζει είτε το καταλαβαίνουμε, είτε όχι. Μια εξουσία που καθορίζει τον τρόπο που σκεπτόμαστε και πράττουμε. Μια εξουσία που μας κρατά “παγιδευμένους στην ιστορία μας”. Ζούμε σε έναν κόσμο που κατασκευάζει ένα σωρό “πρέπει”. “Πρέπει” που ασκούν μια εξουσιαστική λειτουργία πάνω μας, μας περιορίζουν, μας κρατούν δεμένους και καταδικασμένους να αντικριζούμε μονάχα τις σκιές της αλήθειας. “Πρέπει” που η κάθε κοινωνία δημιουργεί και καταναλώνει με βάση τις δικές της πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Μέσα σε τούτο το πλαίσιο πόσο ελεύθεροι μπορούμε να είμαστε;
   Ήδη από τη στιγμή της γέννησης μας, ακόμα και πριν από αυτή, εντασσόμαστε σε ένα κοινωνικό, συμβολικό, δίκτυο, κατασκευασμένο από την οικογένεια μας. Ολόκληρη η ζωή μας σχεδιάζεται πριν καν γεννηθούμε με μια φαντασιακή διάθεση από την μητέρα και τον πατέρα μας. Όλα αυτά μπορεί να συμβαίνουν εν άγνοια μας, ωστόσο μας επηρεάζουν ψυχικά από την πρώτη εκείνη στιγμή χωρίς να το καταλαβαίνουμε συνειδητά. Είμαστε μέλη μιας οικογένειας και από πολύ μικροί είμαστε υποχρεωμένοι να υπακούμε σε συγκεκριμένους κανόνες και να ζούμε με έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Μαθαίνουμε να πηγαίνουμε τουαλέτα και να κρατιόμαστε όταν είναι ανάγκη, να τρώμε με το πιρούνι, το κουτάλι, το μαχαίρι και με κλειστό το στόμα, όπως πρέπει ή όπως κάνουν οι μεγάλοι. Εντασσόμαστε από πολύ νωρίς σε ένα βασικό λεξιλόγιο, που ενέχει έννοιες και όρους που αντανακλούν τον κόσμο μας. Μαθαίνουμε να φερόμαστε με σωστούς τρόπους. Λίγο αργότερα πηγαίνουμε στο σχολείο για να μορφωθούμε και να γίνουμε όπως η μαμά και ο μπαμπάς ή όπως ο μεγάλος μας αδερφός. Πρέπει να είμαστε καλοί μαθητές γιατί είναι και ο φίλος μας ο Κωστάκης, να μάθουμε αγγλικά και γαλλικά όπως η Κατερίνα κ.ο.κ. Αλήθεια, πόσες γλώσσες μάθατε επειδή το επιλέξατε εσείς, μόνοι σας ; Βλέπουμε το τάδε σίριαλ στην τηλεόραση επειδή το βλέπουν οι περισσότεροι συμμαθητές μας, πηγαίνουμε εκκλησία την Κυριακή για να μας αγαπάει ο Θεούλης. Μαθαίνουμε να μας αρέσουν τα κοριτσάκια αν είμαστε αγόρια και να αγοράκια αν είμαστε κορίτσια και μαθαίνουμε επίσης να κοροϊδεύουμε όποιο παιδάκι φαίνεται λίγο διαφορετικό από αυτό που μας μαθαίνουν ως φυσιολογικό. Μαθαίνουμε να μας αρέσουν τα λεπτά και καλλίγραμμα κορίτσια ή οι ψηλοί και γυμνασμένοι άντρες. Αυτό που θέλω να πω μέσα από τα απλοϊκά αυτά παραδείγματα είναι πως όλα αυτά τα οποία νομίζουμε ότι σκεφτόμαστε ή ότι θέλουμε, στην πραγματικότητα μαθαίνουμε να τα σκεφτόμαστε και να τα θέλουμε. Ποιος μας τα διδάσκει; Είναι το κοινωνικό μας περιβάλλον, η κουλτούρα και τα πρότυπα που παράγει κάθε κοινωνία, οι αξίες, τα στερεότυπα και ένα σωρό άλλα στοιχεία που έχουν να κάνουν με κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές παραμέτρους και όχι με το άτομο και την “προσωπική του επιλογή”.
   Από τη σκοπιά της θεωρίας της κοινωνικής κατασκευής των Μπέργκερ και Λούκμαν, ακόμα κι αν οι ίδιοι οι συγγραφείς δεν το τονίζουν, στο κεφάλαιο που ασχολούνται με το πώς η κοινωνία κατασκευάζει το άτομο, μας περιγράφουν τον τρόπο που η κοινωνία επιβάλλει στο άτομο τον κόσμο που πρέπει να αφομοιώσει για να γίνει αποδεκτό μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Τούτη η θεωρία, όπως την εκφράζουν οι δυο αυτοί θεωρητικοί δίνει γενικότερα περισσότερη έμφαση στο νόημα, παρά στην εξουσία. Πώς όμως η κοινωνία κατασκευάζει το άτομο; Καταρχάς το να ζει κανείς μέσα στην κοινωνία σημαίνει ότι συμμετέχει στη διαλεκτική της, όπως λένε χαρακτηριστικά οι συγγραφείς. Ποια διαλεκτική; Τη διαλεκτική που χαρακτηρίζει τη διαδικασία της θεσμοποίησης που περιλαμβάνει τρία στάδια. Το πρώτο στάδιο της κοινωνικης κατασκευής της πραγματικότητας είναι η εξωτερίκευση νοημάτων ή ιδεών. Το δεύτερο στάδιο είναι η αντικειμενικοποίηση, όπου αυτές οι ιδέες και τα νοήματα εκλαμβάνονται ως μια αντικειμενική πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που υπάρχει ανεξάρτητα από τη βούληση των ατόμων. Αν αυτές οι ιδέες γίνουν αποδέκτες από κάποια τρίτα άτομα που δεν συμμετείχαν στην παραγωγής τους, περνάμε στο στάδιο της εσωτερίκευσης, όπου αφομοιώνουν τον αντικειμενικό θεσμό. Κάνουν κτήμα, τον κατανοούν και στη συνέχεια καταναλώνουν τον θεσμό. Εσωτερίκευση λοιπόν, είναι η διαδικασία με την οποία ενσωματώνουμε το νόημα των θεσμών και είμαστε σε θέση να αναπαράγουμε αυτούς του θεσμούς. Άρα σε αυτό το στάδιο οι θεσμοί έχουν γίνει πάλι νοήματα ή με άλλα λόγια, έχουν γίνει κοινωνική γνώση. Έπειτα από την εσωτερίκευση περνάμε ξανά στην εξωτερίκευση όταν αυτή την κοινωνική γνώση θα την κάνουμε πραγματικότητα. Υπάρχει συνεπώς μια κυκλική σχέση μεταξύ αυτών των τριων σταδίων που περιγράψαμε σε τούτη την παράγραφο. Ξεκινάμε από την εξωτερίκευση, περνάμε στην αντικειμενικοποίηση και έπειτα στην εσωτερίκευση και πάλι από την αρχή. “Κάθε μέλος της κοινωνίας ταυτόχρονα εξωτερικεύει το είναι του μέσα στον κοινωνικό κόσμο και τον εσωτερικεύει ως αντικειμενική πραγματικότητα”.
  Η κοινωνία κατασκευάζει το άτομο μέσα από τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης, με την οποία τα άτομα εσωτερικεύουν την κοινωνική πραγματικότητα και την οποία οι Μπέργκερ και Λούκμαν διακρίνουν σε δυο στάδια, τη πρωτογενή και τη δευτερογενή κοινωνικοποίηση. Για λόγους οικονομίας του επιχειρήματος δεν θα παρουσιάσουμε τις δυο αυτές διαδικασίες στο παρόν κείμενο. Το σημαντικό που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι η διαδικασία αυτή της κοινωνικοποίησης δεν είναι απλώς μια διαδικασία αφομοίωσης διαφόρων νοημάτων, όπως φαίνεται να υποστηρίζουν οι συγγραφείς, αλλά είναι μια εξουσιαστική λειτουργία που ασκείται πάνω στα άτομα από την ίδια την κοινωνία, ως σύνολο. Η κοινωνία μεταδίδει την κοινωνική γνώση που ορίζει τι είναι σωστό και τι λάθος, τι συμπεριλαμβάνει ο κόσμος που δεχόμαστε ως πραγματικό και τι μένει απ’έξω.
  Συνοψίζοντας ως εδώ, το πρώτο στοιχείο που παρουσιάζεται παραπάνω και έχει σκοπό να αμφισβητήσει την υποτιθέμενη προσωπική ελευθερία προέρχεται από μία δομιστική και κονστρουξιονιστική προσέγγιση που θέλει το υποκείμενο ως δημιούργημα κοινωνικών δυναμικών και έρχεται σε σύγκρουση με οποιαδήποτε παράδοση όπου το άτομο θεωρείται ένα ελεύθερο και αυτόνομο ον που αποφασίζει κατά βούληση και ζει με βάση τις δικές του επιλογές.
Το πρόσωπο, η συνείδηση, ο νους και ο εαυτός μας είναι εξολοκλήρου κοινωνικά. Κατά συνέπεια, το ερώτημα για το τι καθορίζεται από το “εσωτερικό” του ατόμου και τι καθορίζεται απο το “εξωτερικό” στερούνται πλέον νοήματος. Ο εαυτός μας κατά την άποψη αυτήν, δεν είναι ένα αντικείμενο που μπορεί να περιγραφεί άπαξ και διά παντός, αλλά ερμηνεύεται ως μία διαρκώς μεταβαλλόμενη και ρευστή ιστορία σχέσεων (Gergen).
Στη συνέχεια θα επικεντρώσω σε μια προσέγγιση καθαρά ψυχαναλυτική, που αφορά το ασυνείδητο. Το άβατο πεδίο του ασυνείδητου μπορεί να δυναμώσει το επιχείρημα μας, ότι ο άνθρωπος δεν είναι εκείνο το ελεύθερο και ορθολογικό ον που πολλοί θέλουν να φαντάζονται. Πώς ξέρουμε ότι υπάρχει το ασυνείδητο ; Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι γι αυτό, ωστόσο υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις που το υποδεικνύουν. Σημαντική ένδειξη είναι τα όνειρα, τα οποία σύμφωνα με τον πατέρα της ψυχανάλυσης, Σίγκμουντ Φρόιντ, είναι ο βασιλικός δρόμος προς το ασυνείδητο. Ένας ολόκληρος κόσμος δομείται από τα όνειρα μας, ζει παράλληλα με τον συνειδητό μας κόσμο και τον επηρεάζει ή ακόμα τον ελέγχει. Μέσα από τα όνειρα μπορούμε να καταλάβουμε πάρα πολλά πράγματα για τις ασυνείδητες επιθυμίες μας, τις σκέψεις μας, τους φόβους μας, τις εμμονές μας, για όλα αυτά τα πράγματα που χωρίς να το γνωρίζουμε επιδρούν πάνω στην προσωπικότητα και τη ζωή μας. Άλλες σημαντικές ενδείξεις είναι η παραδρομή της γλώσσα, η παραπραξία, τα ευφυολογήματα. Όλα αυτά αποκαλύπτουν πτυχές του δυσπρόσιτου ασυνειδήτου.
  Υπάρχει, λοιπόν, μία πλευρά της προσωπικότητας μας που δεν μας είναι συνειδητή, που όμως παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτού που είμαστε. Θα πρέπει να σκεφτούμε το ασυνείδητο ως κάτι που διαμορφώνεται μέσα στα πλαίσια διαφόρων κοινωνικών, πολιτισμικών και πολιτικών δυναμικών. Άλλωστε, και για την ψυχανάλυση άτομο και κοινωνία είναι οι δύο όψεις του ίδιου πράγματος και δεν υπάρχει κανένα χάσμα ανάμεσα τους, είναι αξεχώριστα. Το υποκείμενο επομένως είναι αναγκασμένο να ισορροπεί ανάμεσα σε έναν συνειδητό και έναν ασυνείδητο κόσμο.
   Από τη σκοπιά του Λακάν το άτομο είναι καταδικασμένο να ζει διχασμένο και να βιώνει μια (διαρκή;) αλλοτρίωση. Η διαρκής αίσθηση της έλλειψης το οδηγεί σε μια ατέρμονη αναζήτηση μιας σταθερής ταυτότητας, μια μάταιη αναζήτηση που λειτουργεί μέσα από το μηχανισμό των ταυτίσεων. Ο γάλλος ψυχαναλυτής αναγνωρίζει ότι το κοινωνικό άτομο αποτελεί κοινωνική δημιουργία. Μια κοινωνική διαδικασία που λαμβάνει χώρα στο φαντασιακό και συμβολικό επίπεδο. Σε τούτη την αναφορά μας στο λακανικό οπλοστάσιο, έχει ιδιαίτερη σημασία να σταθούμε περισσότερο στο πεδίο της επιθυμίας. Οι επιθυμίες μας δεν είναι αυθόρμητες, ούτε αποκλειστικά δικές μας, κάθε άλλο, είναι τεχνητές. Μαθαίνουμε τι και πώς να επιθυμούμε. “Η επιθυμία είναι πάντοτε η επιθυμία του Άλλου”.
   Συμπερασματικά, σε τούτο το κείμενο αμφισβητήθηκε η ελευθερία του ατόμου. Η ελευθερία με την οποία υποτίθεται πως είναι εκ φύσεως προικισμένο το υποκείμενο τώρα ευνουχίζεται. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, αμφισβητείται ολόκληρο το νεωτερικό οικοδόμημα, που βλέπει τον άνθρωπο να δρα συνειδητά και ελεύθερα σε όλα τα πεδία της ζωής, να μπορεί να σκέφτεται και να αποφασίζει, ενώ στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτα από όλα αυτά, αφού το άτομο μπορεί να νομίζει ότι σκέφτεται και υπολογίζει τα πάντα, αλλά την ίδια στιγμή υπάρχει και ένα πεδίο ασυνείδητο που σκέφτεται και αποφασίζει για το ίδιο το άτομο. Μέσα σε αυτό το πεδίο τα περιθώρια της προσωπικής ελευθερίας στενεύουν αρκετά, όχι πως δεν υπάρχουν περιθώρια ελεύθερης επιλογής -πάντως σίγουρα τα περιθώρια αυτά δεν είναι φυσικά και αυτονόητα. Σε ένα επόμενο στάδιο που ίσως προκύπτει από τον προβληματισμό που αναπτύχθηκε στο παρόν κείμενο, θα είχε ενδιαφέρον να σκεφτούμε αν τελικά ζούμε τη ζωή μας ή αν μας ζει αυτή, “στέκεσαι έξω απο τη ζωή σου, συντετριμμένος για κάποια ζωή που ποτέ δεν έζησες” λέει ο Νίτσε στον δρ.Μπρόιερ στο “όταν έκλαψε ο Νίτσε” σε μια προσπάθεια βαθιάς εξερεύνησης ασυνείδητων διεργασιών και εμμονών. Ζούμε τη ζωή μας λοιπόν ή μας ζει αυτή;
   Το τελευταίο ερώτημα ίσως γέννα κάποια προβλήματα. Αφού παραπάνω υποστηρίξαμε ότι το άτομο και η κοινωνία είναι αδιαχώριστα μεταξύ τους, πώς τελικά τίθεται τούτο το τελευταίο ερώτημα. Θα ανατρέξω στο διανοητή της συλλογικής και ατομικής αυτονομίας, τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Το ανθρώπινο ον μπορεί να υπάρξει μονάχα ως κοινωνικό ον, μας λέει αυτός ο στοχαστής. Δεν δύναται να υπάρξει άτομο χωρίς την κοινωνία, ούτε βέβαια και το αντίθετο. Η συλλογική και η ατομική αυτονομία, συνεπώς, συνδέονται αδιάρρηκτα. Άρα το πρόβλημα μπορεί να τεθεί ως εξής, μια ετερόνομη κοινωνία παράγει ετερόνομα άτομα. Δηλαδή, σε μια ετερόνομη κοινωνία, σαν τη δική μας, είναι αυταπάτη να γίνεται λόγος για ατομική ελευθερία. Όμως επειδή ακριβώς τα άτομα κατασκευάζουν τη κοινωνική τους πραγματικότητα είναι ικανά να διεκδικήσουν την αυτονομία τους, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Πώς;  Η απάντηση δια στόματος Καστοριάδη: “Μπορώ να είμαι ελεύθερος, εφόσον συμμετέχω στη διαμόρφωση του (κοινωνικού) νόμου, εφόσον αποφασίζω ισότιμα μαζί με τους άλλους για τη δη­μιουργία αυτού του νόμου και, τέλος, εφόσον είμαι σύμ­φωνος με τον τρόπο που ο νόμος αυτός θεσμίστηκε”.
http://www.dubiumn.com/η-αυταπάτη-της-ατομικής-ελευθερίας/

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Η ερώτηση πόσο ελεύθεροι είμαστε "πραγματικά", νομίζω ότι στηρίζεται -ακόμα και χωρίς να το υποψιάζεται εξ αρχής- σε μια ιδεαλιστική άποψη περί ελευθερίας.

Αυτή η άποψη θέλει κάποιου είδους πυρήνα, ψυχής, καθαρής βόυλησης κλπ να προϋπάρχει με κάποιον τρόπο, να μην επηρρεάζεται από έξω ή αν επηρρεάζεται,τουλάχιστον να μην χάνει την ταυτότητάς της, δηλαδή να παραμένει ίδια. Αυτό το πράγμα δεν υπάρχει.

Τα γράφεις και για τον Λακάν, και για τις αμέτρητες επιρρόες απο γονείς, φίλους, στερεότυπα, κοινωνικές απαιτήσεις, αντιλήψεις κλπ, για το ασυνείδητο.

Το πόσο ελεύθεροι είμαστε εξαρτάται από το τί εννοούμε όταν λέμε ελέυθεροι. Να αποφασίζουμε συνειδητά και ορθολογικά για όλα; Aν αυτό είναι που εννοούμε, τότε το συνειδητό-ορθολογικό είναι μονάχα η κρούστα του ασυνείδητου, του φαντασιακού κλπ. Οποτε σε εναν βαθμό ας πούμε 10-15% μπορεί να είμαστε ελεύθεροι όπως θελουν να το εννοούν οι ιδεαλιστές.

Τέλος, απο τη στιγμή που το άτομο ΚΑI η κοινωνία είναι αδιαχώριστα μεταξύ τους, το ένα επηρρεάζει και δημιουργεί το αλλο, βρίσκονται σε συνεχή σχέση και όχι χωριστά-αυτόνομα, τότε το τελευταίο ερώτημα "αν ζόυμε τη ζωή μας ή μας ζει εκείνη" είναι εξίσου ιδεαλιστικό γιατί στηρίζεται σε μια διάκριση ανάμεσα σε εμας και τη ζωή μας (ποιος ζεί ποιόν; ). Είμαστε η ζωή μας.

Με άλλα λόγια, το πόσο ελεύθεροι είμαστε πραγματικά, είτε δεν έχει νόημα ως ερώτηση, είτε πρέπει να αλλάξουν οι όροι της ερώτησης.